- ἱππόδαμος
- ἱππόδᾰμος1 horsetaming
ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν N. 4.29
ἱπποδάμων Δαναῶν fr. 183.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν N. 4.29
ἱπποδάμων Δαναῶν fr. 183.Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ιππόδαμος — ἱππόδαμος, ον (Α) 1. (κυρίως επίθ. ηρώων) ιπποδαμαστής* («ἱππόδαμοι ἥρωες», Πίνδ.) 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ίππόδαμος περίφημος Μιλήσιος αρχιτέκτονας και πατέρας τής πολεοδομίας που η ακμή του συμπίπτει με τα μέσα τού 5ου π.Χ. αιώνα, έζησε και… … Dictionary of Greek
Ἱππόδαμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππόδαμος — tamer of horses masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιππόδαμος ο Μιλήσιος — (5ος αι. π.Χ.). Αρχιτέκτονας και πολεοδόμος. Θεωρείται ο εισηγητής του πολεοδομικού σχεδίου, σύμφωνα με το οποίο οι δρόμοι των πόλεων τέμνονται κάθετα μεταξύ τους. Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν η πόλη του Πειραιά, όπου η αγορά ονομάστηκε προς τιμήν… … Dictionary of Greek
ἱππόδαμον — ἱππόδαμος tamer of horses masc/fem acc sg ἱππόδαμος tamer of horses neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποδάμοιο — Ἱππόδαμος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποδάμοιο — ἱππόδαμος tamer of horses masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποδάμοις — Ἱππόδαμος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποδάμοις — ἱππόδαμος tamer of horses masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποδάμοισι — Ἱππόδαμος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποδάμοισι — ἱππόδαμος tamer of horses masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)